- προσσυρίζω
- προσσῡρίζω,A give a signal to, Plb.8.29.5; cf. προσυρίζω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσσυρίζω — και προσσυρίττω Α βγάζω και εγώ οξύ ήχο με σφιγμένα τα χείλη ή με κατάλληλο όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + συρίζω «παράγω οξύ ήχο, σφυρίζω»] … Dictionary of Greek
προσσυρίξαι — προσσυρίζω give a signal to aor inf act προσσυρίξαῑ , προσσυρίζω give a signal to aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυρίζω — Α δ. γρφ. τού προσσυρίζω* … Dictionary of Greek
προσσυρίξας — προσσυρίξᾱς , προσσυρίζω give a signal to aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)